- αναχαλώ
- ἀναχαλῶ (-άω) (Α)1. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση2. παραλύω, καταστρέφω3. καταπραΰνω, ανακουφίζω4. ξεκουράζω, παρέχω ανάπαυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγχαλάω — ἀγχαλάω (Α) (ποιητ. τ. αντί τού ἀναχαλάω*) ἀναχαλῶ* … Dictionary of Greek
προαναχαλώ — άω, Α χαλαρώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναχαλῶ «χαλαρώνω, μειώνω την ένταση»] … Dictionary of Greek
προσαναχαλώ — άω, Μ χαλαρώνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναχαλῶ «χαλαρώνω, μειώνω την ένταση, παραλύω»] … Dictionary of Greek
συναναχαλώ — άω, Α χαλαρώνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναχαλῶ «χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek